- κέλλων
- κέλλωdrive onpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέμων — κέμων, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ετερόφθαλμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. ενός τ. *κέλλων (βλ. λ. κελλάς)] … Dictionary of Greek
Ποτσουόλι — (Pozzuoli). Ιστορική πόλη της Ιταλίας, 12 χλμ. ΒΔ της Νάπολης με ενδιαφέροντα αρχαία μνημεία. Την ίδρυσαν το 528 π.Χ. εξόριστοι από τη Σάμο, που της έδωσαν την ονομασία Δικαιάρχεια, κατόπιν την κατέλαβαν οι Σαμνίτες και τέλος οι Ρωμαίοι (338… … Dictionary of Greek